- ἰαλέμων
- ἰᾱλέμων , ἰάλεμοςlamentmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰαλέμων — Ἰάλεμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek